λατρευτός

λατρευτός
η , ό[ν] достойный обожания; обожаемый;

λατρευτή μου μητέρα — любимая моя мама (обращение)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λατρευτός" в других словарях:

  • λατρευτός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτός — ή, ό (AM λατρευτός, ή, όν) [λατρεύω] 1. αυτός που τόν αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα») 2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.) αρχ. αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία,… …   Dictionary of Greek

  • λατρευτός — ή, ό πολυαγαπημένος: Ο λατρευτός μου πατέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λατρευτά — λατρευτός neut nom/voc/acc pl λατρευτά̱ , λατρευτός fem nom/voc/acc dual λατρευτά̱ , λατρευτός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτῶν — λατρευτός fem gen pl λατρευτός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτόν — λατρευτός masc acc sg λατρευτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευταῖς — λατρευτός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευταί — λατρευτός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτοῦ — λατρευτός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτή — λατρευτός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτήν — λατρευτός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»